φωτόφωνο

φωτόφωνο
το, Ν
φυσ. συσκευή για τη μετάδοση ήχων μέσω διαμορφωμένης φωτεινής δέσμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophone (< φωτ[ο]-* + φωνή). Η λ., στον λόγιο τ. φωτόφωνον, μαρτυρείται από το 1881 στον Σπ. Μαυρογένη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωτόφωνο — το συσκευή που χρησιμεύει στη μετάδοση της φωνής σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια φωτεινής δέσμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”